Ιδρύθηκαν στα μέσα του 7ου αι. π.Χ. από αποίκους των Κλαζομενών, ελληνικής πόλης στη χερσόνησο της Ερυθραίας στη Μ. Ασία, που ήλθαν στην περιοχή με οικιστή τον Τιμήσιο. Από την πρώτη αυτή αρχαϊκή πόλη έχει ανασκαφεί μόνο τμήμα του τείχους και μία κατοικία. Το 545 π.Χ. η αποικία ενισχύθηκε από κατοίκους της ιωνικής Τέω, που εγκαταστάθηκαν στην ίδια περιοχή. Η πόλη, που γρήγορα προόδευσε, διέθετε τείχη, λιμάνι, νεωσοίκους και ιερά. Η γεωργία, η κτηνοτροφία, η αλιεία, οι βιοτεχνικές δραστηριότητες και προπάντων το εκτεταμένο εμπόριο αποτελούσαν τις πηγές του ιδιωτικού και του δημόσιου πλούτου. Ενδεικτική της οικονομικής ευρωστίας της πόλης είναι η ανθηρή νομισματοκοπία της, που άρχισε γύρω στο 540 π.Χ., και το γεγονός ότι το 480 π.Χ. και 479 π.Χ. φιλοξενήθηκε εκεί ο Ξέρξης με το στρατό του, αφήνοντας πίσω του ως δώρα ανταπόδοσης ένα χρυσό ξίφος και μία χρυσοποίκιλτη τιάρα. Τα Άβδηρα έγιναν μέλος της Α΄ Αθηναϊκής Συμμαχίας πληρώνοντας ιδιαίτερα μεγάλο φόρο, ενώ διατηρούσαν στενές σχέσεις και με το ανεξάρτητο θρακικό βασίλειο των Οδρυσών. Από την περίοδο αυτή, σώζεται σημαντικό τμήμα των τειχών, ένα ιερό της Δήμητρας και της Κόρης, νεώσοικος και κατοικίες.